- ψηφίδων
- ψηφί̱δων , ψηφίςsmall pebblefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
моуси˫а — МОУСИ|˫А (3*), Ѣ ( ˫А) с. μоυσίоν Мозаика: больши же бл҃годать и веселиѥ в цр҃къвънѣмь вид˫ашетьс˫а помостѣ. лици различьныими и мѹсѣѥю многовидьною ѹчинѥнѹ. (ψηφῖσι) ЖФСт XII, 49 об.; ты же ми ѡдержаше стѣны. и дъскы испе||щрены мусиѥю (ψηφῖδος) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MOSAICUM — unius literae traiectione, ex musiacum, quod a musio, museo seu musivo (varie enim pronuntiatur) Graecis Μουσεῖον, opus dicitur, variorum colorum lapillis tessellatum, ψηφίδων λεπτῶν ἐπιςθέσεσι, ut habet Nicetas in Alexio Man. fil. num. 5. qui… … Hofmann J. Lexicon universale
TESSELLATA Pavimenta — apud Sueton. Iulio c. 46. In expeditionibus tessellata et sectilia pavimenta circumtulit: sunt materia pavimentorum, ipsa nempe sectilia, marmorisque crustae et tesserae, quas in expeditionibus circumferebat Caesar, ut, quoties castrametandum… … Hofmann J. Lexicon universale
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κέντηση — η (Α κέντησις) [κεντώ] κεντιά, τσίμπημα, αγκύλωμα, νύξη, νύγμα νεοελλ. κέντημα, στόλισμα, ποίκιλμα αρχ. επιγρ. η τοποθέτηση ψηφίδων σε μωσαϊκό, η κατασκευή ψηφιδωτών … Dictionary of Greek
μουσίωσις — μουσίωσις, ἡ (Α) [μουσιώ] η τοποθέτηση τών ψηφίδων τού μωσαϊκού … Dictionary of Greek